βακχιώτης

From LSJ
Revision as of 17:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479

German (Pape)

[Seite 427] ὁ, = βακχευτής, Soph. O. C. 683, vor Herm. βακχειώτης.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui se livre à des transports bachiques.
Étymologie: Βάκχιος.

Greek Monolingual

βακχιώτης, ο (Α) Βάκχος
ο βακχευτής.

Russian (Dvoretsky)

βακχιώτης: дор. βακχιώτας, ου adj. m Soph. = βακχεῖος.