βήσετο
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
Full diacritics: βήσετο | Medium diacritics: βήσετο | Low diacritics: βήσετο | Capitals: ΒΗΣΕΤΟ |
Transliteration A: bḗseto | Transliteration B: bēseto | Transliteration C: viseto | Beta Code: bh/seto |
A v. βαίνω. βησίον, v. βησσίον.
βήσετο: ἴδε ἐν λ. βαίνω.
3ᵉ sg. ao. Moy. poét. de βαίνω.
see βαίνω.
v. βαίνω.
βήσετο: Επικ. αντί ἐβήσατο, Μέσ. αόρ. αʹ του βαίνω.