βούχιλος

From LSJ
Revision as of 17:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353

German (Pape)

[Seite 460] Rinder nährend, λειμών Aesch. Suppl. 5, 40; Arkadien Myrin. 1 (VI, 108).

Greek (Liddell-Scott)

βούχῑλος: -ον, πλούσιος εἰς νομήν, τρέφων βοῦς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 540.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nourrissant pour les bœufs, ou en gén. pour les troupeaux.
Étymologie: βοῦς, χιλός.

Spanish (DGE)

(βούχῑλος) -ον
rico en pasto para las vacadas λειμών A.Supp.540, Ἀρκαδίη AP 6.108 (Myrin.).

Greek Monolingual

βούχιλος, -ον (Α)
1. ο πλούσιος σε χορτάρι
2. αυτός που τρέφει βόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -χιλος < χιλός «χορτάρι για ζώα»].

Russian (Dvoretsky)

βούχῑλος: питающий быков, тучный (λειμών Aesch.; Ἀρκαδία Anth.).