ψυχαγώγιον

Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

English (LSJ)

τό,

   A = ψυχομαντεῖον, a place where departed souls are conjured up, EM819.25.    II air-hole, ventilator in the shafts of mines, Thphr.Ign.24 (v.l. -εῖον).    III reservoir, reserve water-tank, AB317.

German (Pape)

[Seite 1402] τό, 1) ein Ort, wo man die abgeschiedenen Seelen heraufbeschwört u. befragt. – 2) ein Ort, der an sich zieht, anlockt, Sp. – 3) ein Luftloch in den Schachten der Bergwerke, durch das man frische Luft einläßt, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ψῡχᾰγώγιον: τό, ὡς τὸ ψυχομαντεῖον, τόπος ἔνθα αἱ ψυχαὶ τῶν τεθνεώντων ἀνακαλοῦνται καὶ ἐρωτῶνται, Ἐτυμ Μέγ. 819. 25. ΙΙ. ὀπὴ πρὸς ἀνακαίνισιν τοῦ ἀέρος, ἀεριστήριον, Λατ. spiraculum, Θεόφρ. π. Πυρός 24 (κ. ἀλλ. -εῖον).

Greek Monolingual

(I)
και ψυχαγωγεῑον, τὸ, Α ψυχαγωγός
τόπος όπου γινόταν επίκληση από τους μάντεις στα πνεύματα τών νεκρών, για να τους ρωτήσουν σχετικά με όσα έχουν συμβεί ή με όσα επρόκειτο να συμβούν στο μέλλον, ψυχομαντείο, νεκρομαντείο.———————— (II)
και ψυχαγωγεῑον, τὸ, Α
1. οπή μέσω της οποίας εισέρχεται ψυχρός αέρας στα μεταλλεία
2. (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) δεξαμενή νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψῦχος + -αγώγιον / -εῖον (< -αγωγός < ἄγω)].