φορεσιά

From LSJ
Revision as of 12:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source

Greek Monolingual

η / φορεσία, ΝΜ, και διαλ. τ. φορεσά Ν
ενδυμασία (α. «παραδοσιακή φορεσιά» β. «τῆς βασιλικῆς φορεσιάς», Πασχ. Χρον.)
νεοελλ.
κοστούμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φορῶ + κατάλ. -ε-σία (αναλογικά προς τα θηλ. σε -σία), πρβλ. εἰρ-ε-σία: ἐρέτης, ἱκ-ε-σία: ἱκέτης. Για την αλλαγή του τόνου στον νεοελλ. τ. φορεσιά πρβλ. εκκλησία: εκκλησιά].———————— ἡ, Μ
βλ. φορεσιά.