εκκλησία

From LSJ

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source

Greek Monolingual

και εκκλησιά και κλησιά, η (AM ἐκκλησία)
1. το σύνολο τών χριστιανών («η Εκκλησία του Χριστού», «το σώμα της Εκκλησίας»)
2. η επίσημη αυτοκέφαλη εκκλησιαστική εξουσία μιάς περιοχής («η Εκκλησία της Αντιοχείας, της Κύπρου κ.λπ.»)
3. το σύνολο τών χριστιανών μιας περιοχής με αυτοκέφαλη εκκλησιαστική εξουσία
4. χριστιανικός ναός («τα σήμαντρα της εκκλησίας»)
5. η Θεία Λειτουργία κυρίως ή οποιαδήποτε άλλη ιεροτελεστία
μσν.- νεοελλ.
φρ.
1. «η μεγάλη εκκλησία» — ο ναός της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη
2. «η μεγάλη του Χριστού Εκκλησία» — το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως»
νεοελλ.
το σύνολο τών χριστιανών που ακολουθούν το ίδιο δόγμα και την ίδια παράδοση («Ορθόδοξη, Καθολική, Αρμενική κ.λπ. Εκκλησία»)
αρχ.-μσν.
το σύνολο τών νόμων οι οποίοι διέπουν την εκκλησία
αρχ.
1. συνέλευση τών πολιτών ή του στρατού για σύσκεψη, ανακοινώσεις κ.λπ.
2. ο τόπος όπου γίνονταν συνελεύσεις
3. το ψήφισμα που εξέδιδε η εκκλησία
4. η συναγωγή τών Εβραίων
5. φρ. α) «ἐκκλησίαν συναγείρειν, συνάγειν, συλλέγειν, ἀθροίζειν, ποιεῖν» — συγκαλώ συνέλευση του λαού
β) «ἐκκλησίαν διαλύειν, ἀναστῆσαι» — κηρύσσω τη λήξη της συνελεύσεως του λαού
γ) «ἐκκλησίαν ἀφιέναι» — αναβάλλω την εκκλησία
δ) «διδόναι τὴν ἐκκλησίαν» — συγκαλώ συνέλευση του λαού καί μιλώ
ε) «μικρὰ ἐκκλησία» — συνέλευση αριστοκρατών ή τών γεροντότερων της Σπάρτης που αντικατέστησε τον 7ο π.Χ. αιώνα την απέλλα
στ) «ἐκκλησία λοχῖτις» — συνέλευση λόχου ρωμαίων πολιτών.