φορεσία
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
German (Pape)
[Seite 1299] ἡ, das was man trägt, Tracht, Kleid, Suid. v. χλαμύς.
Greek (Liddell-Scott)
φορεσία: ὡς καὶ νῦν, ἐνδυμασία, Βυζ., Σουΐδ. ἐν λ. Ἀντωνῖνος· καὶ φόρεσις, εως, ἡ, Σουΐδ. ἐν λέξ. τριβή.
Greek Monolingual
η / φορεσία, ΝΜ, και διαλ. τ. φορεσά Ν
ενδυμασία (α. «παραδοσιακή φορεσιά» β. «τῆς βασιλικῆς φορεσιάς», Πασχ. Χρον.)
νεοελλ.
κοστούμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φορῶ + κατάλ. -ε-σία (αναλογικά προς τα θηλ. σε -σία), πρβλ. εἰρ-ε-σία: ἐρέτης, ἱκ-ε-σία: ἱκέτης. Για την αλλαγή του τόνου στον νεοελλ. τ. φορεσιά πρβλ. εκκλησία: εκκλησιά].
ἡ, Μ
βλ. φορεσιά.