φορεσία

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258

German (Pape)

[Seite 1299] ἡ, das was man trägt, Tracht, Kleid, Suid. v. χλαμύς.

Greek (Liddell-Scott)

φορεσία: ὡς καὶ νῦν, ἐνδυμασία, Βυζ., Σουΐδ. ἐν λ. Ἀντωνῖνος· καὶ φόρεσις, εως, ἡ, Σουΐδ. ἐν λέξ. τριβή.

Greek Monolingual

η / φορεσία, ΝΜ, και διαλ. τ. φορεσά Ν
ενδυμασία (α. «παραδοσιακή φορεσιά» β. «τῆς βασιλικῆς φορεσιάς», Πασχ. Χρον.)
νεοελλ.
κοστούμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φορῶ + κατάλ. -ε-σία (αναλογικά προς τα θηλ. σε -σία), πρβλ. εἰρ-ε-σία: ἐρέτης, ἱκ-ε-σία: ἱκέτης. Για την αλλαγή του τόνου στον νεοελλ. τ. φορεσιά πρβλ. εκκλησία: εκκλησιά].
ἡ, Μ
βλ. φορεσιά.