ἐπισημειόομαι

Revision as of 20:33, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

   A = ἐπισημαίνομαι, distinguish, observe, τὸ ἀνίσχον ζῴδιον S.E.M.5.68; κρότῳ by applause, Plu.2.235c(nisi leg.-σημην-).    2. observe, remark, ὅτι . . Asp.in EN139.6, cf.Anon.Lond.21.21.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισημειόομαι: Μέσ. = ἐπισημαίνομαι, διακρίνω, παρατηρῶ, τὸ ἀνίσχον ζῴδιον Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 68· ἐγκρίνω, ἐπαινῶ, ἐπιδοκιμάζω, ἐπισημειωσαμένων κρότῳ τὸ ἔθος, ἐπιδοκιμασάντων διὰ χειροκροτήσεως τὸ ἔθος, Πλούτ. 235C.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
marquer son approbation, approuver, acc..
Étymologie: ἐπί, σημειόομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισημειόομαι: 1) отмечать, различать (τὸ ἀνίσχον, sc. σημεῖον Sext.);
2) выражать одобрение, одобрять (κρότῳ τι Plut.).