Νεμέσεια
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
English (LSJ)
A v. Νεμέσια.
Greek (Liddell-Scott)
Νεμέσεια: (ἐξυπ. ἱερά), τά, ἡ ἐορτὴ τῆς Νεμέσεως τελουμένη καὶ πρὸς τιμὴν τῶν νεκρῶν, Δημ. 1031. 13· διάφ. γραφ. Νεμέσια.
Greek Monolingual
Νεμέσεια και Νεμέσια, τὰ (Α) Νέμεσις
εορτή της Νεμέσεως που γινόταν προς τιμήν τών νεκρών.
Russian (Dvoretsky)
Νεμέσεια: τά (sc. ἱερά) Немесеи (празднества Немесии, справлявшиеся в честь усопших) Dem.