σαμουράι
From LSJ
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
ο, Ν
συν. στον πληθ. οι σαμουράι
ονομασία ευγενών που ανήκαν στην παλαιά φεουδαρχική τάξη, στην Ιαπωνία, και οι οποίοι σταδιακά μετατράπηκαν σε στρατιωτική κάστα με ιδιαίτερα προνόμια, η οποία καταργήθηκε όμως το 1871.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ιαπ. προέλευσης].