κάστα

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267

Greek Monolingual

η
1. (στους Ινδούς) κάθε χωριστή κοινωνική τάξη («η κάστα τών Βραχμάνων»)
2. κοινωνική τάξη, φατρία ή ομάδα ανθρώπων που έχουν την ίδια εθνική, πολιτικοθρησκευτική και επαγγελματική δραστηριότητα και η οποία διακρίνεται έτσι από τους άλλους πολίτες
3. ομάδα ανθρώπων που παραμένει αποκλεισμένη από τους άλλους ανθρώπους οι οποίοι δεν είναι μέλη της και στους οποίους δεν γνωστοποιεί τις γνώσεις και τις ιδέες της και δεν τους καθιστά κοινωνούς τών επιδιώξεων και τών σκοπών της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορτογ. casta «αγνή» < λατ. castus «αγνός, καθαρός»].