ενδόμυχος

From LSJ
Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐνδόμυχος, -ον)
αυτός που βρίσκεται στον μυχό, στο βάθος της ψυχής και δεν εκφράζεται («ενδόμυχες σκέψεις, ενδόμυχη ελπίδα»)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ενδόμυχος
κολεόπτερο έντομο της οικογένειας τών ενδομυχιδών
αρχ.
1. (για νόσο) ύπουλος
2. (για πρόσωπο) κρυψίνους, επίβουλος.