καληνύχτα

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γονεῖς δὲ τίμα καὶ φίλους εὐεργέτει → Reverens parentum sis, amicis beneficus → Die Eltern ehre, deinen Freunden tue wohl

Menander, Monostichoi, 105

Greek Monolingual

και καληνύκτα (Μ καληνύχτα και καληνύκτα)
1. επιφών. αποχαιρετισμού κατά τη διάρκεια της νύχτας
2. ως ουσ. η καληνύχτα
ο αποχαιρετισμός κατά τις βραδινές ώρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. καλή νύχτα].