Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
και σπορτ, το, Ν
1. αθλητικό παιχνίδι, άθλημα
2. στον πληθ. τα σπορ
ο αθλητισμός
3. ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αθλητισμό ή σχετίζεται με αυτόν (α. «σπορ ντύσιμο» β. «σπορ παπούτσια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sport].