αθλητισμός
From LSJ
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
Greek Monolingual
ο
1. ενασχόληση, επίδοση σε αθλητικά αγωνίσματα
2. το σύνολο τών σωματικών ασκήσεων, ατομικών ή ομαδικών αγωνισμάτων ή αθλημάτων, που συνήθως τελούνται υπό μορφή κωδικοποιημένων αγώνων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνογενές αθλητής + παραγ. κατάλ. -ισμός, πρβλ. γαλλ. athletisme
η λ. μπήκε στην Ελληνική στα τέλη του περασμένου αιώνα].