σπορ

From LSJ

ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend

Source

Greek Monolingual

και σπορτ, το, Ν
1. αθλητικό παιχνίδι, άθλημα
2. στον πληθ. τα σπορ
ο αθλητισμός
3. ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αθλητισμό ή σχετίζεται με αυτόν (α. «σπορ ντύσιμο» β. «σπορ παπούτσια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sport].