παρδαλός
From LSJ
Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που έχει στικτό χρώμα, με στίγματα σαν της λεοπάρδαλης
2. ποικιλόχρωμος, πολύχρωμος
3. (για πρόσ.) ο ελευθερίων ηθών, ο χωρίς ηθικές αρχές
4. (για λόγους) ασαφής, ασυνάρτητος
5. το θηλ. ως ουσ. η παρδαλή
γυναίκα ελευθέριων ηθών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πάρδαλις κατά τα επίθ. σε -ός, -ή, -ό].