παρδαλός

From LSJ
Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που έχει στικτό χρώμα, με στίγματα σαν της λεοπάρδαλης
2. ποικιλόχρωμος, πολύχρωμος
3. (για πρόσ.) ο ελευθερίων ηθών, ο χωρίς ηθικές αρχές
4. (για λόγους) ασαφής, ασυνάρτητος
5. το θηλ. ως ουσ. η παρδαλή
γυναίκα ελευθέριων ηθών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πάρδαλις κατά τα επίθ. σε -ός, -ή, -ό].