ναυαγοσωστικός

From LSJ
Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται ή παίρνει μέρος στη διάσωση ή ασχολείται με τη διάσωση ναυαγών ή πλοίων τα οποία κινδυνεύουν να βυθιστούν («ναυαγοσωστική λέμβος»)
2. το ουδ. ως ουσ. το ναυαγοσωστικό
πλοίο ειδικά κατασκευασμένο και εξοπλισμένο με τα κατάλληλα μηχανήματα και εφόδια για τη διάσωση ναυαγών ή πλοίων που κινδυνεύουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναυαγοσώστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Αρ. Π. Κουρτίδη].