μεταθετός

From LSJ
Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ δι' ἀκριβείας ἐξεταζόμενον → exactly weighed words

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που μπορεί να μετατεθεί
2. το ουδ. ως ουσ. το μεταθετό
α) η δυνατότητα μετάθεσης
β) μουσικό όργανο που έχει κατασκευαστεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να παράγει άλλο ήχο από εκείνον που αναλογεί στον γραμμένο φθόγγο
γ) (καν. δίκ.) η αυθαίρετη ή η μετά από σχετική εκκλησιαστική απόφαση μετακίνηση επισκόπου ή άλλου κληρικού από την επισκοπή ή την ενορία του σε άλλη επισκοπή ή ενορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετατίθημι. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Αχ. Αγαθόνικο].