ημικύκλιος

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source

Greek Monolingual

-ο (AM ἡμικύκλιος, -ον)
1. ημικυκλικός
2. το ουδ. ως ουσ. το ημικύκλιο
α) το μισό του κύκλου
β) μαθ. καθένα από τα δύο ίσα τμήματα στα οποία χωρίζεται ένας κύκλος από μια διάμετρο
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμικύκλιον
α) κάθισμα, έδρανο ημικυκλικό
β) στρατιωτικός τακτικός σχηματισμός
γ) ημικυκλικό ηλιακό ρολόγι
δ) τόπος διαμορφωμένος αμφιθεατρικά, που περιορίζεται από λίθινα καθίσματα και χρησιμεύει για δημόσιες συναθροίσεις
ε) οι σειρές τών λίθινων καθισμάτων στο αρχαίο θέατρο, που ήταν τοποθετημένες ημικυκλικά
στ) ο τόπος δημόσιων συνελεύσεων στη Σάμο
ζ) ημικυκλική βάση αγάλματος
η) θόλος
θ) θεατρική μηχανή
ι) ήμισφαίριον
ια) (στους αρχ. Ρωμαίους) ημικυκλικό αναπαυτήριο στις Θέρμες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κύκλ-ιος (< κύκλος)].