λυσιμάχειος

From LSJ
Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an

Menander, Monostichoi, 375
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡσῐμάχειος Medium diacritics: λυσιμάχειος Low diacritics: λυσιμάχειος Capitals: ΛΥΣΙΜΑΧΕΙΟΣ
Transliteration A: lysimácheios Transliteration B: lysimacheios Transliteration C: lysimacheios Beta Code: lusima/xeios

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον,

   A of Lysimachus, χρυσοῦς IG11(2).287 B 46 (Delos, iii B. C.), written -εος.    II Subst. λῡσῐ-μάχειος, ὁ, loosestrife, Lysimachia vulgaris, Dsc.4.3, Gal. 12.64; also λυσιμάχειον, τό, Paul.Aeg.7.3. (Freq. written -ιον in codd.)

Greek Monolingual

λυσιμάχειος, και λυσιμάχεος -α, -ον (Α) Λυσίμαχος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Λυσίμαχο
2. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) λυσιμάχειος, τὸ λυσιμάχειον
είδος βοτάνου.