τρισάναξ

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source

Greek (Liddell-Scott)

τρισάναξ: ακτος, τρὶς ἄναξ, τρεῖς φορὰς βασιλεύς, Ms. ap. Pasin. Codd. Taurin. τ. 1, σ. 356, Εὐστ. Πονημάτ. 166, 92.

Greek Monolingual

-ακτος, ό, θηλ. τρισάνασσα, Μ
1. ο αληθινός και πραγματικός και μόνος βασιλιάς
2. το θηλ. τρισάνασσα
(για τη Θεοτόκο) η μόνη αληθινή βασίλισσα, η μητέρα του θεού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι, ἄναξ «άρχοντας, βασιλιάς»].