Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann
Menander, Monostichoi, 121French (Bailly abrégé)
f. de μνάομαι ou de μιμνῄσκομαι.
Greek Monotonic
μνήσομαι: μέλ. του μιμνήσκομαι.
Russian (Dvoretsky)
μνήσομαι: I fut. к μιμνῄσκομαι.
II fut. к μνάομαι I.