Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μνήσομαι

From LSJ

Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratioBetrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort

Menander, Monostichoi, 319

French (Bailly abrégé)

f. de μνάομαι ou de μιμνῄσκομαι.

Greek Monotonic

μνήσομαι: μέλ. του μιμνήσκομαι.

Russian (Dvoretsky)

μνήσομαι:
I fut. к μιμνῄσκομαι.
II fut. к μνάομαι I.