ἱμερόγυιος

From LSJ
Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱμερόγυιος Medium diacritics: ἱμερόγυιος Low diacritics: ιμερόγυιος Capitals: ΙΜΕΡΟΓΥΙΟΣ
Transliteration A: himerógyios Transliteration B: himeroguios Transliteration C: imerogyios Beta Code: i(mero/guios

English (LSJ)

[ῑ], ον,

   A with lovely limbs, B.12.137.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμερόγυιος: -ον, ὁ ἔχων ἱμερόεντα γυῖα, ἐρατινὰ μέλη τοῦ σώματος, Βακχυλ. 12, 137, ἔκδ. Blass.

Greek Monolingual

ἱμερόγυιος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραία μέλη του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + -γυιος (< γυῖον), πρβλ. αγλαό-γυιος, λιπό-γυιος].