ανδραποδιστής
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
Greek Monolingual
ἀνδραποδιστής, ο (Α)
1. αυτός που πουλά ελεύθερο άνθρωπο ως δούλο, δουλέμπορος
2. «ἀνδραποδιστὴς ἑαυτοῡ» — αυτός που για τα χρήματα θυσιάζει την ανεξαρτησία του, φαύλος, ποταπός.