γυμνοδερκούμαι
From LSJ
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
γυμνοδερκοῡμαι (-έομαι) (Α)
εμφανίζομαι γυμνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνός + (θ.) δερκ- τοῡ ρ. δέρκομαι «κοιτάζω, βλέπω»].