ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life
ἐννεύω (Α) νεύω1. κάνω νεύμα, νόημα, δίνω σημάδι σε κάποιον2. ρωτώ με νεύματα («ἐνένευον δὲ τῷ πατρὶ αὐτοῡ τὸ τὶ ἄν θέλοι καλεῑσθαι αὐτόν», ΚΔ).