ισοκρατής

From LSJ
Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

προσέχετε ἀπὸ τῶν ψευδοπροφητῶν οἵτινες ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασιν προβάτων ἔσωθεν δέ εἰσίν λύκοι ἅρπαγες → beware of the false prophets, who come to you in sheep's clothing, and inwardly are ravening wolves

Source

Greek Monolingual

ἰσοκρατής, -ές (Α)
1. αυτός που έχει ίση ισχύ ή δύναμη με κάποιον άλλο
2. αυτός που έχει ίσα δικαιώματα με τους άλλους («ἰσοκρατέες... αἱ γυναῑκες τοῑσι ἀνδράσι», Ηρόδ.)
3. ίσος («ἡ ἰσημερία ἐστὶ χειμὼν καὶ θέρος ἰσοκρατής», Αριστοτ.)
4. (για οίνο) αναμεμιγμένος κατά ίσα μέρη («ἐκ τῆς ἀμφοῑν ἰσοκρατοῡς μίξεως», Γαλ.).
επίρρ...
ἰσοκρατῶς (Α)
κατά ισοκρατή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -κρατής (< κράτος), πρβλ. μεγαλο-κρατής, πολυ-κρατής].