οικητήριο

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405

Greek Monolingual

το (ΑΜ οἰκητήριον)
αυτό στο οποίο κατοικεί κανείς, οίκημα, κατοικία
μσν.
μτφ. σε ποιητική χρήση σχετικά με τη Θεοτόκο ως μητέρα του Θεού («οἰκητήριον ὤφθης τοῡ θεοῡ», Μηναί.)
αρχ.
αστρολ. οίκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. οἰκητήριος].