παρανοώ
From LSJ
Δίκαια δράσας συμμάχους ἕξεις θεούς → Opem tibi deus, iusta si egeris, feret → Gerechtes Handeln schenkt der Götter Beistand dir
Greek Monolingual
-έω, ΝΑ νοώ
αντιλαμβάνομαι κάτι εσφαλμένα, παρεξηγώ, παρερμηνεύω («παρανόησε τα λεγόμενά μου»)
αρχ.
παραφρονώ, τρελαίνομαι («ἐὰν τις αἰτιᾱται τινα παρανοοῡντα τὰ ἑαυτοῡ ἀπολλύναι», Αριστοτ.).