ὀψοφαγία

Revision as of 04:55, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ἡ,

   A dainty living, Aeschin.1.42 (pl.), Theopomp. Hist. 179, Arist.EE1231a20, Philostr.VA1.9.    II fish-diet, Zeno Stoic.1.66.

German (Pape)

[Seite 434] ἡ, Leckerei, Schlemmerei; Ath. VIII, 343 b u. öfter; καὶ ἀσέλγεια, Plut. Symp. 4, 4, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψοφᾰγία: ἡ, τὸ ἐσθίειν παντοδαπὰ ὄψα καὶ ἐμβάμματα, Αἰσχίν. 6.33, Θεοπόμπ. Ἱστ. 204.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
gourmandise raffinée.
Étymologie: ὀψοφάγος.

Greek Monolingual

ὀψοφαγία, ἡ (Α) οψοφάγος
1. το να τρώει κανείς εύγευστα εδέσματα («ὀψοφαγίαις καὶ πολυτελείαις δείπνων», Αισχίν.)
2. διατροφή που κυρίως περιλαμβάνει ψάρια.

Greek Monotonic

ὀψοφᾰγία: ἡ, τρυφηλή ζωή, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

ὀψοφᾰγία: ἡ падкость до лакомых блюд, чревоугодие (ὀ. καὶ ἀσέλγεια Plut.).

Middle Liddell

ὀψοφᾰγία, ἡ,
dainty living, Aeschin. [from ὀψοφά˘γος]