μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
baptismum, n. (-mus, m.), ī (βαπτισμός), baptême : Tert. Bapt. 15 ; Eccl.