μεθόπωρον
From LSJ
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
English (LSJ)
τό,
A = μετόπωρον, Phld.Piet.in Stud.Pal.6.130, Hsch., and codd. of Hp.Aër.6, etc.:—hence μεθοπωρινός, = μετοπ-, Eudox. Ars2.28, al.; μ. πυλαία BCH38.26 (Delph., ii B. C.); ἰσημερία μ. Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
μεθόπωρον: μετόπωρον· «μετὰ τὴν ὀπώραν. τροπὴ μετὰ τὸ θέρος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μεθόπωρον, το (ΑM)
το φθινόπωρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -οπωρον (< ὀπώρα και ὁπώρα «φθινόπωρο»)].