ἀμόρα
Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid
English (LSJ)
ἡ,
A sweet cake, Philet. ap. Ath.14.646d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμόρα: ἡ, εἶδος γλυκέος πλακοῦντος, Φιλητ. 34, πρβλ. Ἀθήν. 646D.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
pastel de miel Philet.Fr.36, LXX Ca.2.5, Hsch.
Greek Monolingual
ἀμόρα, η (Α)
είδος γλυκίσματος με μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι φθόγγοι -β- και -γ- αντιστοίχως τών τ. αμορβίτης, αμοργίτας οδηγούν πιθ. σε αρχικό τ. με F: αμορFα.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμορβίτης, ἀμοργίτας, ἀμορίτης (ἄρτος)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: sweet cake (Philet.); ἀμόρα σεμίδαλις ἑφθη σὺν μέλιτι H.
Derivatives: ἀμορίτης ἄρτος (LXX), aslo written ἀμορβίτης (Ath.) and ἀμοργίτας πλακουντας H., both = ἀμορϜίτης, with suffix -ιτης .
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Original *ἀμόρϜα. Etymology unknown. Pre-Greek with -rʷ-a?