συναγρίς
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
ίδος, ἡ, a
A sea-fish, Epich.69 (v.l. συαγρ-), Arist.HA505a15, 506b16.
German (Pape)
[Seite 996] ίδος, ἡ, ein Meerfisch; Arist. bei Ath. VII, 322 a.
Greek (Liddell-Scott)
συναγρίς: -ίδος, ἡ, ὁ γνωστὸς ἰχθύς, κοινῶς «συναγρίδα», Ἐπίχ. 47 Ahr., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 13, 8., 2. 15, 14. ― Ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 102.
Russian (Dvoretsky)
συναγρίς: ίδος (ῐδ) ἡ синагрида (род морской рыбы) Arst.
Frisk Etymological English
Derivatives:
See also: s. σύαγρις