ὁλοτελής

Revision as of 00:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ές,

   A quite complete, 1 Ep.Thess.5.23, Placit.5.21.2, Vett.Val.247.8 ; ἀνεισφορία IG 7.2713.45 (Acraephia). Adv. -λῶς, gloss on ὁλοσχερῶς, Suid., cf. Nech. ap. Vett.Val.155.3, Peripl.M.Rubr.30, Aq.De.13.16.

German (Pape)

[Seite 327] ές, ganz vollendet, vollkommen, Plut. plac. phil. 5, 21.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλοτελής: -ές, πλήρης, ἐντελής, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 2, 20, Πλούτ. 2. 909Β. - Ἐπίρρ. -λῶς, Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
achevé, parfait.
Étymologie: ὅλος, τέλος.

English (Strong)

from ὅλος and τέλος; complete to the end, i.e. absolutely perfect: wholly.

English (Thayer)

ὁλοτελες (ὅλος, τέλος), perfect, complete in all respects: Plutarch, plac. philos. 5,21; (Field, Hexapla, Psalm 50:21); ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ ὁλοτελής, -ές)
πλήρης, τέλειος, εντελής.
επίρρ...
ολοτελώς (ΑΜ ὁλοτελῶς)
καθ' ολοκληρίαν, εντελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + -τελής (< τέλος), πρβλ. νεο-τελής].

Russian (Dvoretsky)

ὁλοτελής: цельный, законченный, завершенный Arst., NT, Plut.