from the same as σάρδιος; sardine (λίθος being implied), i.e. a gem, so called: sardine.
ὁ, Α (ενν. λίθος) ημιπολύτιμος λίθος, το σάρδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρδιον «ημιπολύτιμος λίθος» + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].