σάρδινος

Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

English (Strong)

from the same as σάρδιος; sardine (λίθος being implied), i.e. a gem, so called: sardine.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ενν. λίθος) ημιπολύτιμος λίθος, το σάρδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρδιον «ημιπολύτιμος λίθος» + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].