μητρολῴας
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
A v. μητραλοίας.
Greek Monolingual
μητρολῴας, ὁ (Α)
βλ. μητραλοίας.
Chinese
原文音譯:mhtralóaj 姆特而阿羅阿士詞類次數:名詞(1)
原文字根:母親-打穀
字義溯源:弒母者,弒母;由(μήτηρ)*=母親)與(ἅλων)*=打穀場)組成
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編:
1) 弒母的(1) 提前1:9