Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
(AM ἐξωνοῡμαι, -έομαι)
εξαγοράζω, διαφθείρω με χρήματα
αρχ.-μσν.
1. αγοράζω («ἄπελθε καὶ ἐξώνησαι ἄρτους»)
2. εξαγοράζω, απελευθερώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ωνούμαι «αγοράζω»].