устойчивый
From LSJ
Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt
Russian > Greek
ἐπιστατικός, ἰσόρροπος, ἀπτώς, δευσοποιός, δυσκίνητος, δυσκίνατος, συστατός, σύστατος, συνερειστικός, στάδιος, ἑδραῖος, σταθερός, εὐσταθής, ἐϋσταθής