упорствовать
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
Russian > Greek
ὑπερδιατείνομαι, ἐπιμένω, προσλιπαρέω, φιλονεικεω, προσκάθημαι, προσκάτημαι, στήκω