παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνω → disgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep
ἀβλέπτημα, παρόραμα, πταῖσμα, ἀλόγημα, σφάλμα, διάπτωμα, παράπτωμα, ἁμάρτημα, ἀστόχημα