предполагать
Russian > Greek
προϋπολαμβάνω, διαβουλεύομαι, προσδοκάω, προσδοκέω, καταδοξάζω, ὑπονοέω, διαδοξάζω, κατεικάζω, προεικάζω, ἐπεικάζω
προϋπολαμβάνω, διαβουλεύομαι, προσδοκάω, προσδοκέω, καταδοξάζω, ὑπονοέω, διαδοξάζω, κατεικάζω, προεικάζω, ἐπεικάζω