восполнять
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
Russian > Greek
ἀντερανίζω ;; συναπεργάζομαι ;; ἀνακτάομαι ;; ἐπιπληρόω ;; ἐξαναπληρόω ;; παραπληρόω ;; συνεκπληρόω ;; συναναπληρόω ;; προσαναπληρόω ;; ἀναπληρόω ;; ἐπιτελέω ;; ἐκπληρόω ;; ἐκπίμπλημι ;; πληρόω