ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head
ἐκκρίνω ;; ἐκκλείω ;; ἐκκληΐω ;; ἐκκλῄω ;; παρακλείω ;; παρακληΐω ;; ὑπεξαιρέω ;; ἀποκρίνω ;; ἀναλίσκω ;; ἀπαλλάσσω ;; ἀφορίζω ;; ἐξαιρέω