отход
From LSJ
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
Russian > Greek
ἀναφυγή, ἀμφυγά, ἔγκλιμα, ὑποτροπή, ἀναχώρημα, ἐκχώρησις, ἀναχώρησις, ὑπαγωγή, ὑποχώρησις, ἄφοδος, ἄποδος, ἀπάλλαξις, ἔκκλιμα, παρέκβασις, ἀποχώρησις
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
ἀναφυγή, ἀμφυγά, ἔγκλιμα, ὑποτροπή, ἀναχώρημα, ἐκχώρησις, ἀναχώρησις, ὑπαγωγή, ὑποχώρησις, ἄφοδος, ἄποδος, ἀπάλλαξις, ἔκκλιμα, παρέκβασις, ἀποχώρησις