отход
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
Russian > Greek
ἀναφυγή, ἀμφυγά, ἔγκλιμα, ὑποτροπή, ἀναχώρημα, ἐκχώρησις, ἀναχώρησις, ὑπαγωγή, ὑποχώρησις, ἄφοδος, ἄποδος, ἀπάλλαξις, ἔκκλιμα, παρέκβασις, ἀποχώρησις, ἀπόβασις