старинный
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
Russian > Greek
παλαίφατος, παλαιγενής, διπολιώδης, ἀρχαιοπρεπής, πρεσβυτικός, πρόκλυτος, ἀρχαϊκός, ἀρχαιότροπος, παλαιός, παλεόρ