старинный
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
Russian > Greek
παλαίφατος, παλαιγενής, διπολιώδης, ἀρχαιοπρεπής, πρεσβυτικός, πρόκλυτος, ἀρχαϊκός, ἀρχαιότροπος, παλαιός, παλεόρ, γνωστός