старинный
From LSJ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
Russian > Greek
παλαίφατος, παλαιγενής, διπολιώδης, ἀρχαιοπρεπής, πρεσβυτικός, πρόκλυτος, ἀρχαϊκός, ἀρχαιότροπος, παλαιός, παλεόρ, γνωστός